- αμαγγάνιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει πιεστεί, συνθλιβεί με μάγγανο, που δεν υπέστη κατεργασία με μάγγανο (συσφιγκτήρα ή πιεστήριο), απρεσάριστος2. (για υφάσματα) αυτός που δεν τεντώθηκε στο μάγγανο υφαντουργίας (τελάρο)3. αμαγγάνευτος, αμάγευτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. α- + μαγγανιστός < μαγγανίζω].
Dictionary of Greek. 2013.